- ρουντίζω
- Νβλ. ορουντίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορουντίζω — και ρουντίζω ράβω σχισμένο ύφασμα με τρόπο που να μη φαίνεται το σχίσιμο, καρικώνω, μαντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. orudum τού τουρκικού ρήματος orumek] … Dictionary of Greek